Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Οι συντεταγμένες της απελπισίας...

Το φέρυ έσκιζε απαλά τα νερά του Αιγαίου με μια χάρη από αλκυόνες την εποχή των ερώτων τους.

Έγειρα στην κουπαστή και ανάσανα τον αέρα του πελάγου… Στη μύτη μου έφτασε μυρωδιά καπνού. Γύρισα. Μια νεαρή με παρατηρούσε καπνίζοντας. Το βλέμμα της - ματιά στον βυθό της θάλασσας - τρικυμισμένο, έτοιμο για όλα, χάιδευε το τίποτα, έστεκε στο πουθενά… 

Λόγω επαγγέλματος συναναστρέφομαι νέους και νέες απ’ αυτούς που είτε ψάχνουν για εργασία είτε εργάζονται περιστασιακά. Έχω μάθει… να διακρίνω «αυτό το βλέμμα» του άνεργου και βαθιά μέσα του ανήμπορου και απελπισμένου νέου. Το βλέμμα της υποβόσκουσας οργής και της κουρελιασμένης αξιοπρέπειας. Την στάση του σώματος σε μια αναμονή που δείχνει να μην αντέχεται άλλο…

Το σύστημα των διανοούμενων αριστερών μπουρζουάδων και των καθυστερημένων πολιτικών της κλεψιάς και του ψεύδους κατάφερε να απαξιώσει τον Έλληνα νέο και να τον βάλει στο περιθώριο της ζωής πριν καν αρχίσει η ζωή του. Τον απογύμνωσε από τα χαρίσματα και τα προσόντα του και τον άφησε να μαραζώνει δίπλα στη γλάστρα με την φούντα και το κομπιούτερ. Το κατεστημένο της αρπαχτής και του βολέματος δεν έχει θέση για το παιδί του λαού πια. Αφού χρησιμοποίησε τους γονείς του και τους έστυψε μέχρι κεραίας, τώρα, την εποχή του μνημονίου, τον απαξιώνει. Kι όταν φωνάζει, τον λέει «Ελληναρά»!

Τώρα που οι μάσκες έπεσαν και τα θηρία τριγυρνούν ελεύθερα τις νύχτες, βλέπω στο θολό βλέμμα των νέων την γύμνια του Έλληνα Πολίτη. Άοπλος και χωρίς σωματική ρώμη. Απαίδευτος και χωρίς τη γνώση του πεδίου(!) στριμώχνεται στα «δεξιά», πίσω απ’ τις ανύπαρκτες ασπίδες και τα στομωμένα δόρατα και σπαθιά του λόγου επιτηδείων πολιτικών, που προσπαθούν να τον βάλουν σε τάξη μέχρι να λακίσουν με ασφάλεια - όχι για να πολεμήσει, αλλοίμονο, μα για να σταθεί εκεί! Πειθαρχημένα αδρανής… μέχρι το τέλος!

Τώρα φάνηκε η γύμνια του εκπαιδευτικού, πολιτικού, και στρατιωτικού συστήματος. Τώρα που αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε το «σχέδιο» τα «γιατί» της κάθε ερώτησης βρίσκουν αυτόματα την απάντησή τους. Νέοι πολίτες άδειοι και γυμνοί, βορά στα θηρία που εισβάλλουν καθημερινά στην Πατρίδα. Τίποτα πια δεν υπάρχει για να ανακόψει την ορμή αυτού του κύματος των πεινασμένων και αισχρών βαρβάρων. Ό,τι πιο ωμό και απάνθρωπο στριμώχνεται καθημερινά στα σύνορα της Πατρίδας, σπρωγμένο από πείνα και φορτωμένο μίσος για τους «πουστάρες τους Έλληνες»!!! Έτσι τους λένε πριν ξεκινήσουν για εδώ… Έτσι μας περιγράφουν οι οδηγοί τους κι εμείς - βέβαια εμείς - κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους επιβεβαιώσουμε.

Οι νέοι μας δεν έχουν πια ούτε την γνώση ούτε τη δύναμη να ανταπεξέλθουν στις περιστάσεις. Αντί να μπορούν και να θέλουν να πιάσουν το πηλοφόρι, να μαζέψουν την ελιά και το λεμόνι, να τρυγήσουν το αμπέλι, να στερήσουν από τον εισβολέα το χρήμα και το φαΐ, στέκουν αδρανείς και παρακολουθούν τους «μελαμψούς εργάτες» να «δουλεύουν»… Γιατί δεν γνωρίζουν πώς να δουλέψουν οι ίδιοι! Γιατί στη ζωή τους γνώρισαν μόνο σουπερμάρκετ και ιντερνέτ καφέ, γιατί νομίζουν πως η χειρωνακτική εργασία είναι κάτι κολλητικό, σαν τη βλεννόρροια, και βλάπτει σοβαρά όποιον επιχειρεί να εργαστεί με τα χέρια του...

Δε φταίνε οι νέοι ούτε για την ανεργία ούτε για την σωματική και πνευματική ένδεια ούτε για την στάση ζωής που έχουν. Φταίμε όλοι εμείς που αφήσαμε να συντελεστεί αυτό το έγκλημα και δεν κάναμε τίποτα για να το σταματήσουμε. Κοιτάζω τους νέους με τα baby faces στα μάτια (εγώ μπορώ και το κάνω αυτό) και διακρίνω την απορία του αθώου παιδιού και όχι το φλογερό βλέμμα του αδικημένου νέου επαναστάτη, που βάλλεται η ζωή του από μελαμψούς εισβολείς! Δε βλέπω μίσος και τσαμπουκά στο βλέμμα των νέων μας  πολιτών κι ανησυχώ πολύ γι αυτό… γι’ αυτά που θα έρθουν, γι’ αυτά που θα τους συμβούν…

Έμεινα να κοιτάζω ώρα το πέλαγο… Τα όμορφα μάτια της νεαρής κοπέλας απέναντι μου με κοίταζαν τώρα σταθερά. Με ζύγιζε με την αναίδεια των είκοσι χρόνων της και με προσκαλούσε ασύστολα όση ώρα ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου. «Έχει τσαγανό η μικρή» σκέφτηκα... Το βλέμμα της ήταν τώρα ένα μίγμα από ψεύτικες υποσχέσεις και καπνό… Έμεινα να κοιτάζω το πέλαγο και το λιμάνι που σίμωνε. Η μικρή πέταξε νευρικά το τσιγάρο της στην θάλασσα, και μου γύρισε την πλάτη.
Φτάσαμε…
«Ψέματα! Δεν φτάσαμε ποτέ»! 

Μάκης Δρούκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου